κοράσιον

κοράσιον
κοράσιον, ου, τό (Pla. in Diog. L. 3, 33; Philippides Com. [IV/III B.C.] 36; Epict. 2, 1, 28; 3, 2, 8; 4, 10, 33; Anth. Pal. 9, 39, 1; IG VII, 3325; PStras 79, 2 [16/15 B.C.]; BGU 887, 9; 913, 7; LXX. See Lob. on Phryn. 73–75; PKretschmer, D. Entstehung der Κοινή 1900, 17; FSolmsen, RhM 59, 1904, 503f) dim. of κόρη girl (acc. to Wellhausen transl. of the Aramaic רְבִיָתא for which the more elegant טְלִיתָא was inserted as a correction: s. Wlh., EKlostermann ad loc.) Mk 5:41 (on τὸ κ. as a voc., s. B-D-F §147, 3; Rob. 461).—Mt 9:24f; 14:11; Mk 5:42; 6:22, 28.—DELG s.v. 2 κόρος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοράσιον — κοράσιον, τὸ (ΑM) βλ. κοράσι …   Dictionary of Greek

  • κοράσιον — little girl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίοις — κοράσιον little girl neut dat pl κορᾱσίοις , κορέω satiate fut opt act 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίου — κοράσιον little girl neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίων — κοράσιον little girl neut gen pl κορᾱσίων , κορέω satiate fut part act masc nom sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίῳ — κοράσιον little girl neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοράσια — κοράσιον little girl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιογέννητος — και λιογέννητος, η, ο (Μ ἡλιογέννητος, ον) ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γεννητός (< γεννώ)] …   Dictionary of Greek

  • κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κορασοπούλα — η (Μ κορασοπούλα) κοριτσάκι, κοπελίτσα μσν. ακόλουθος, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + πούλα, θηλ. τού πουλος (< λατ. pullus), πρβλ. ελληνο πούλα, πριγκιπο πούλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”